Τα fake news είναι ένας όρος που εσχάτως χρησιμοποιείται πάρα πολύ, ειδικά τα τελευταία χρόνια, και ο οποίος ουσιαστικά περιγράφει κάτι πάρα πολύ παλιό, την προπαγάνδα, τα ψέματα, την παραπληροφόρηση, τη διαστρέβλωση και τις κατασκευασμένες ειδήσεις που υπήρχαν πάντα.
Υπάρχει, ωστόσο, και μια μεγάλη σύγχυση γύρω από τον όρο αυτό, κυρίως επειδή χρησιμοποιείται σε μεγάλο βαθμό καταχρηστικά, ειδικά από τους πολιτικούς. Συχνά, πολιτικά πρόσωπα που ψεύδονται και παραπληροφορούν συστηματικά την κοινή γνώμη καταγγέλλουν ως «fake news» αλήθειες ή αποκαλύψεις που δεν τους βολεύουν.
Επειδή οι πολιτικές εξουσίες χρησιμοποιούν τον όρο καταχρηστικά και επειδή είναι οι πρώτες στην κατασκευή ψευδών ειδήσεων, καθίσταται σαφές ότι όσες από αυτές εξαγγέλλουν μηχανισμούς ελέγχου των «ψευδών ειδήσεων» έχουν σκοπό τον έλεγχο της ενημέρωσης.
Κατά την πανδημία η ΕΕ εξήγγειλε νομοσχέδιο με στόχο τον εντοπισμό των ψευδών ειδήσεων. Πόσο ειλικρινής, όμως, μπορεί να είναι μια τέτοια πρωτοβουλία από ένα πολιτικό οργανισμό που διαθέτει και η ίδια έναν μακρύ κατάλογο ψευδών, ανακριβειών και διαστρεβλωμένων πληροφοριών δικής της παραγωγής;
Μία από τις μεγαλύτερες προπαγάνδες της ΕΕ είναι η ένταξη φτωχών ή αδύνατων οικονομικά χωρών για την ευμάρεια τους ενώ το αποτέλεσμα είναι η βύθιση τους σε μνημόνια και φτώχια.
Όλοι οι προέδροι των ΗΠΑ χαρακτήριζουν fake news όλες τις άβολες αλήθειες των ΜΜΕ που τους ασκούν κριτική, αλλά ποτέ όσα ψέμματα λένε γι’ αυτούς τα φιλικά ΜΜΕ. Για τους προέδρους των ΗΠΑ όπως και για τους λοιπούς κυβερνητικούς, «ψευδείς ειδήσεις» είναι μόνο όσες δεν τους αρέσουν.
Ακριβώς, λοιπόν, επειδή οι πολιτικές εξουσίες χρησιμοποιούν τον όρο καταχρηστικά και επειδή είναι οι πρώτες στην κατασκευή ψευδών ειδήσεων, καθίσταται σαφές ότι όσες από αυτές εξαγγέλλουν μηχανισμούς ελέγχου των «ψευδών ειδήσεων» έχουν σκοπό τον έλεγχο της ενημέρωσης.
Αυτό που έχει αλλάξει τα τελευταία χρόνια είναι οι μέθοδοι διάδοσης με το πέρασμα της επικοινωνίας και της ενημέρωσης στην εποχή του Διαδικτύου. Κατά τ’ άλλα, οι ψευδείς και οι κατασκευασμένες ειδήσεις είναι τόσο παλιές όσο και οι ειδήσεις.
Μέχρι την εποχή του Διαδικτύου, η ενημέρωση μέσω του Τύπου, της τηλεόρασης και του ραδιοφώνου ελεγχόταν κυρίως από το κράτος, το κεφάλαιο και τις ελίτ. Και περιοριζόταν εντός εθνικών συνόρων. Τα ανεξάρτητα ΜΜΕ ήταν πάντα λιγότερα και η επιρροή τους είχε όρια.
Το Διαδίκτυο έδωσε τη δυνατότητα να δημιουργηθούν μέσα χωρίς το μεγάλο κόστος που απαιτούσε η προηγούμενη εποχή. Επίσης, διευκόλυνε την ταχύτητα διάδοσης και την εξεύρεση κοινού. Τα social media επέτρεψαν στον καθένα να αποκτήσει δημόσιο λόγο και συνέβαλαν επίσης στη διακίνηση ειδήσεων, αληθινών και ψευδών.
Το Διαδίκτυο έδωσε τη δυνατότητα να δημοσιεύονται ειδήσεις που στα μεγάλα, καθιερωμένα ΜΜΕ, αυτά που αποκαλούνται «συστημικά», συχνά είναι απαγορευμένες.
Οι νέες δυνατότητες που έδωσε το Διαδίκτυο αρχικά φάνηκε ότι ήταν προς όφελος των πιο ανίσχυρων και ανεξάρτητων δημοσιογραφικών φωνών, που μπορούσαν πλέον να ακουστούν.
Οι πολιτικές και οικονομικές ελίτ που έλεγχαν τα παραδοσιακά μέσα, μετά την αρχική αμηχανία και τον αιφνιδιασμό, φρόντισαν να αξιοποιήσουν τις δυνατότητες που παρείχαν τα νέα μέσα και τη δύναμη του Διαδικτύου προς όφελός τους.
Οι βασικότεροι παραγωγοί ψευδών ειδήσεων και δημιουργοί μηχανισμών παραπληροφόρησης ήταν πάντα οι διαπλεκόμενες πολιτικές εξουσίες. Έτσι και τώρα αξιοποίησαν τα νέα μέσα για τον ίδιο σκοπό.
Ιστοσελίδες και μπλογκ που αναπαράγουν πολιτική προπαγάνδα, διαστρεβλώνουν την αλήθεια και συκοφαντούν τον αντίπαλο, άρχισαν να δημιουργούνται με πολιτική καθοδήγηση και πόρους που προέρχονταν είτε από κρατική διαφήμιση, είτε από επιχειρηματικά συμφέροντα για λογαριασμό πολιτικών, είτε και από μαύρα κομματικά ταμεία.

Ποιος απ’ όσους ήταν ενήλικες δεν θυμάται το 1991 τη φωτογραφία που παρουσίασε το CNN με τον βουτηγμένο στο πετρέλαιο κορμοράνο (υποτίθεται στα μολυσμένα νερά του Περσικού Κόλπου), γεγονός για το οποίο υπαίτιος παρουσιάστηκε ο Σαντάμ Χουσεΐν, προκειμένου να δημιουργηθεί ένα αρνητικό κλίμα και να διευκολυνθεί η επέμβαση στο Ιράκ; Αργότερα, και αφού ο στόχος της προπαγάνδας είχε επιτευχθεί, αποκαλύφθηκε ότι ο κορμοράνος ανήκε σε ζωολογικό κήπο και είχε περιλουστεί με πετρέλαιο για να στηθεί η συγκεκριμένη φωτογραφία. Η ποιος δεν θυμάται ότι ο λόγος που ισοπεδώθηκε το Ιράκ ήταν για όπλα μαζικής καταστροφής σε εργαστήρια του Σαντάμ που δεν υπήρξαν ποτέ.
Την ίδια περίοδο, άλλη μια χαρακτηριστική περίπτωση κατασκευασμένης είδησης ήταν όταν στην επιτροπή του Κογκρέσου για τα ανθρώπινα δικαιώματα παρουσιάστηκε ένα κορίτσι που ισχυρίστηκε, κλαίγοντας, ότι Ιρακινοί στρατιώτες είχαν εισβάλει σε ένα μαιευτήριο στο Κουβέιτ και πετούσαν τα νεογέννητα μωρά από τις θερμοκοιτίδες.
Δύο χρόνια μετά αποκαλύφθηκε ότι το κορίτσι αυτό ήταν κόρη του πρεσβευτή του Κουβέιτ στην Ουάσινγκτον και ότι η κατάθεσή της ήταν κι αυτή στημένη, όπως η φωτογραφία με τον κορμοράνο.
Οι δύο αυτές κατασκευασμένες ειδήσεις είχαν κάνει τον γύρο του δυτικού κόσμου μέσω των παραδοσιακών ΜΜΕ, επηρεάζοντας την κοινή γνώμη, προκειμένου να εξουδετερωθούν οι αντιδράσεις για την αμερικανική επέμβαση στο Ιράκ.
Σε γενικές γραμμές, τόσο στις ΗΠΑ όσο και στην Ευρωπαϊκή Ένωση, όταν οι εξουσίες μιλούν για αντιμετώπιση των fake news, εννοούν κυρίως είτε την επιρροή της Ρωσίας είτε των ευρωσκεπτικιστών αλλά και την αποκαλυπτική ειδησεογραφία εναντίον τους.
Δεν ευαισθητοποιήθηκαν, λοιπόν, ξαφνικά οι πολιτικές ελίτ για την αντιμετώπιση των ψευδών ειδήσεων. Αυτό που θέλουν είναι να ελέγξουν την ενημέρωση. Το κατεστημένο των Δημοκρατικών στις ΗΠΑ ταράχτηκε ευλόγως το τελευταίο.
Το ίδιο περίπου συνέβη και στην Ε.Ε., όταν άρχισαν να διαπιστώνουν ότι η κεντρική πολιτική τους καθίσταται όλο και λιγότερο δημοφιλής, με αποτέλεσμα την άνοδο των ευρωσκεπτικιστών. Κι εκεί το ανάθεμα έπεσε στην προπαγάνδα των «λαϊκιστών» και της Ρωσίας.
Ο πρόεδρος Γιούνκερ, ζήτησε από την επίτροπο Ψηφιακής Οικονομίας Μαρίγια Γκάμπριελ «να ερευνήσει τις προκλήσεις που δημιουργούν οι ηλεκτρονικές πλατφόρμες για τις δημοκρατίες σχετικά με τη διασπορά ψευδών ειδήσεων» και να αναλάβει πρωτοβουλίες «για να προστατευτούν οι πολίτες» της Ε.Ε. Στόχος θα είναι μέχρι το 2025 να μπορούν να κλείνουν όποια δια – διακτυκτιακή πλατφόρμα ή σελίδα λέει αλήθειες που δεν τους συμφέρουν.